πριν 14 ώρες
OMEGANEWS: Δικηγόροι μοναχών Αββακούμ – «Οι 807...
πριν 23 ώρες
ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ ΤΩΡΑ: Η ανταποκρίτρια του OPEN στο...
πριν 2 μέρες
OMEGANEWS: Κατέπλευσαν στον Λίβανο τα σκάφη με...
πριν 2 μέρες
«Στο Κυπριακό η Ελλάδα προασπίζεται σε πλήρη σύμπνοια με την Κύπρο τα κοινά μας συμφέροντα, με γνώμονα πάντοτε τις επιταγές του διεθνούς δικαίου και με στρατηγική μας επιδίωξη τη δίκαιη και βιώσιμη λύση του Κυπριακού, χωρίς αναχρονιστικά πλαίσια εγγυήσεων και κατοχικά στρατεύματα», δήλωσε τις προάλλες ο ΥΠΕΞ της Ελλάδας Νίκος Δένδιας.
Μια δήλωση κλισέ που την ακούμε από όλες τις Ελληνικές κυβερνήσεις, ιδίως μετά την μεταπολίτευση. Μια δήλωση περί ομοψυχίας που κατάντησε αυτοσκοπός, εθνικό ταμπού και ακούγεται περισσότερο σαν διαφημιστικό σλόγκαν παρά σαν εθνική πολιτική θέση.
Εξ ορισμού, σύμπνοια σημαίνει η ταύτιση απόψεων και στάσεων ανάμεσα σε ανθρώπους που τους ενώνουν κοινοί δεσμοί ή επιδιώξεις.
Το μεγάλο ερώτημα λοιπόν είναι, πως είναι δυνατόν πάντα οι σχέσεις Ελλάδος – Κύπρου να είναι σε πλήρη αρμονία; Πως είναι δυνατόν να υπάρχει πάντα ταύτιση απόψεων;
Στην πράξη όμως τα πράγματα είναι εντελώς διαφορετικά. Μετά τις συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου το «πάθημα» του Κωνσταντίνου Καραμανλή έγινε «μάθημα» για όλους σχεδόν τους Έλληνες πολιτικούς. Όλοι θεωρούν το Κυπριακό σαν μια καυτή πατάτα που προσπαθούν να αποφύγουν.
Ό Καραμανλής στην ουσία «κάηκε» από το Κυπριακό. Ενώ ο Μακάριος είχε ενημερωθεί πλήρως για τις συμφωνίες του 1960, συμφώνησε με όλες τις πρόνοιες και τις υπέγραψε, με διάφορους ελιγμούς και τακτικισμούς της τελευταίας στιγμής, κατάφερε να παρουσιαστεί ως ο διαφωνών ή καλυτέρα ως ο υπογράφων υπό πίεση και εκβιασμό.
Χαρακτηριστική η δήλωση του Καραμανλή. «Με τον Μακάριο υπογράψαμε τα ίδια κείμενα, αυτός είναι ήρωας κι εθνάρχης, εγώ προδότης».
Πριν την Τουρκική εισβολή κάθε άλλο παρά αρμόνικες ήσαν οι σχέσεις των ελληνικών Κυβερνήσεων με τον Αρχιεπίσκοπο. Στην πιο κρίσιμη χρονική στιγμή για την Κύπρο, το 1963 με τα 13 σημεία, η Ελληνική κυβέρνηση διαφωνούσε κάθετα με τις προθέσεις Μακαρίου. Όμως το αποτέλεσμα των εκλογών της 3ης Νοεμβρίου του 1963, οι οποίες ανέδειξαν νικητή τον Γεώργιο Παπανδρέου αλλά χωρίς κοινοβουλευτική αυτοδυναμία με αποτέλεσμα να παραταθεί η κυβερνητική αστάθεια, έδωσε την ευκαιρία στο Μακάριο να προχωρήσει στην εθνικά εγκληματική πρόταση για αναθεώρηση του συντάγματος με αποτέλεσμα την πρώτη διχοτόμηση της Κύπρου.
Στην περίοδο που ακολούθησε τις ταραχές του 1964 και πάλι οι σχέσεις Αθηνών – Λευκωσίας ήσαν τεταμένες. Οι εμμονές του Μακαρίου για το ότι οι Τ/Κ «δεν θα ανθέξουν και θα παραδοθούν» και οι παλινδρομήσεις του μεταξύ ανατολής και δύσης, εξόργιζαν τους έλληνες πολιτικούς σε σημείο που οι χαρακτηρισμοί ήσαν ορισμένες φορές βαρύτατοι.
Στις 4 Απριλίου του 1965 ο εκδότης της Αθηναϊκής εφημερίδας Ελευθερία, η οποία θεωρείτο προσωπικό όργανο του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, Πάνος Κόκκας, έγραφε σε όρθρο του: «Δεν διαθέτει ο αρχιεπίσκοπος πλέον περιθώρια συνεχίσεως των κουτοπόνηρων ελιγμών, οι οποίοι απέληξαν εκεί όπου απέληξαν (…). Εάν, αντιθέτως, (ο κυπριακός λαός) επιδοκιμάζει την επιδίωξιν να καταστή η μαρτυρική Κύπρος η πόρνη της Εγγύς Ανατολής διά να έχει την ευκαιρίαν μία μικρά κλίκα ανθρωπαρίων να ικανοποιεί την ιδιοτέλειάν της με αξιώματα και φαυλότητας, ριπτομένη ότε μεν εις τας ρωσικάς ότε δε εις τα βρετανικάς αγκάλας (…), τότε δεν χρειάζεται η Ελλάς ως προαγωγός εις την οδό της απωλείας. Ας προχωρήσουν μόνοι».
Μετά την Τουρκική εισβολή οι σχέσεις Αθηνών – Λευκωσίας, κυρίως υπό το βάρος της Τουρκικής εισβολής, έλαβαν άλλη μορφή. Κυριάρχησε το δόγμα «Η Κύπρος αποφασίζει και η Ελλάς συμπαρίσταται», ένα εφεύρημα των ελλήνων πολιτικών για να αποφύγουν ευθύνες στο Κυπριακό το οποίο κατά τα άλλα πάντα διακήρυτταν και διακηρύττουν ότι αποτελεί το ύψιστο εθνικό θέμα.
Η ιστορία αποδεικνύει ότι όταν Ελλάδα και Κύπρος συναποφάσιζαν τότε τα επιτεύγματα του ελληνισμού ήσαν τεράστια. Κλασσικό παράδειγμα η συνεργασία Κληρίδη – Σημίτη, οι όποιοι αν και διαφώνησαν κάθετα στο θέμα των πυραύλων S300, χάραξαν από κοινού σώφρονα πολιτική με αποτέλεσμα τον μεγαλύτερο άθλο του ελληνισμού, την ένταξη της Κύπρου στην ενωμένη Ευρώπη.
Από την άλλη, όταν οι εκάστοτε ελληνικές κυβερνήσεις, αν και είχαν διαφορετική άποψη, απέφευγαν να τοποθετηθούν ή να έρθουν σε αντιπαράθεση με την κυβέρνηση της Κύπρου φοβούμενοι το πολιτικό κόστος, τότε τα αποτελέσματα ήσαν τραγικά.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα της «σύμπνοιας», που στην ουσία ήταν καθαρός ποντιοπιλατισμός, ήταν η απαράδεκτη στάση που τήρησε ο Έλληνας πρωθυπουργός Κώστας Καραμανλής στην σύνοδο του Μπούρκενστοκ για το σχέδιο Ανάν.
Ακομα πολύ πιο πρόσφατα, στην διάσκεψη του Κράνς Μοντάνα, στρουθοκαμιλική ήταν η συμπεριφορά του Αλέξη Τσίπρα αναφορικά με τα διαμειφθέντα στο ελβετικό θέρετρο. Ο Έλληνας πρωθυπουργός μιλούσε για πλήρη ταύτιση απόψεων με την δική μας πλευρά ενώ παράλληλα άφηνε να νοηθεί ότι συμφωνούσε και με τον ΓΓ του ΑΚΕΛ του οποίου το αφήγημα ήταν εκ διαμέτρου αντίθετο από αυτό του ΠτΔ.
Οι καιροί δύσκολοι για τον ευρύτερο ελληνισμό. Σε αυτό τουλάχιστον συμφωνούν σχεδόν όλοι.
Αυτό αναπόφευκτα αυξάνει τις ευθύνες του σημερινού Έλληνα πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη. Μπορεί να μην ήταν στους άμεσους του σχεδιασμούς και προτεραιότητες τα ελληνοτουρκικά και το Κυπριακό αλλά, είτε το θέλει είτε όχι, «Η ώρα ευθύνης του Έλληνα πρωθυπουργού», είναι μπροστά του.
Αν πράγματι συμφωνεί με τις θέσεις μας τότε σωστά συμπορεύεται και μιλά για άρρηκτες σχέσεις.
Στην περίπτωση όμως που διαφωνεί τότε οι επιλογές του δεν είναι πολλές. Είτε θα πολιτευτεί με υπευθυνότητα διαχωρίζοντας την θέση του, σίγουρα όχι δημόσια, και να προσπαθήσει να μας συνετίσει, είτε με ανευθυνότητα, σφυρίζοντας αδιάφορα, με άλλοθι το εθνικά τραγικό δόγμα, «Η Κύπρος αποφασίζει και η Ελλάς συμπαρίσταται», θέτοντας σε κίνδυνο τον ευρύτερο ελληνισμό.