ΧΩΡΙΣ να θέλω να κάνω τον δικηγόρο κανενός, θεωρώ ότι δύο άρθρα που δημοσίευσε τις προηγούμενες μέρες στην «Α» ο συνάδελφος Τάκης Αγαθοκλέους για την ακτοπλοϊκή σύνδεση Κύπρου-Ελλάδας, πιθανόν να εκλήφθηκαν ή να εκληφθούν από κάποιους, ως αντίθεση στην σύνδεση αυτή, κάτι που δεν είναι έτσι.
ΕΚΕΙΝΟ με το οποίο καταπιάστηκε ο συνάδελφος στα άρθρα του και διατύπωσε την έντονη και ξεκάθαρη διαφωνία του, είναι με την επιχορήγηση του συγκεκριμένου δρομολογίου από το κράτος, ούτως ώστε το κόστος του ναύλου να συγκρατηθεί σε χαμηλά επίπεδα και όχι σε αυτήν καθ ‘αυτήν την επαναλειτουργία της συγκεκριμένης ακτοπλοϊκής σύνδεσης. και σε αυτό έχει εν μέρει, δίκαιο.
ΣΑΝ ΓΕΝΙΚΗ αρχή συμφωνώ ότι η κρατική επιχορήγηση ιδιωτικών επιχειρηματικών δραστηριοτήτων, είτε πρέπει να αποφεύγεται παντελώς είτε να περιορίζεται δραστικά και να εφαρμόζεται με φειδωλό και μόνο σε πολύ αναγκαίες, για το ευρύτερο δημόσιο συμφέρον, περιπτώσεις και ότι τα χρήματα αυτά είναι πιο ωφέλιμο να διοχετεύονται σε άλλες πιο επείγουσες ανάγκες.
ΔΥΣΤΥΧΩΣ όμως και σε αυτό, όπως και σε πολλά άλλα σε αυτό τον τόπο, χάσαμε προ πολλού τον «μπούσουλα» και αποδεικνυόμαστε πολύ «χουβαρντάδες» στην άμεση ή έμμεση κρατική επιχορήγηση, ιδιωτικών επιχειρηματικών δραστηριοτήτων και μάλιστα με εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ ετησίως και όχι με 4-5 εκατομμύρια που γίνεται λόγος για την όποια, επιχορήγηση της ακτοπλοϊκής γραμμής Κύπρου-Ελλάδας. Η επιχορήγηση των αστικών δημόσιων συγκοινωνιών, η επιχορήγηση της διαχειρίστριας εταιρείας των αεροδρομίων, για δήθεν απώλεια εισοδημάτων από την λειτουργία του παράνομου αεροδρομίου της Τύμπου, η έμμεση επιχορήγηση, με το απανωτό χάρισμα φόρων και άλλων οφειλών προς το κράτος σε ποδοσφαιρικές-εταιρίες και η πρόσφατη δέσμευση του κράτους για κάλυψη με 70 εκατομμύρια πιθανών ζημιών των ιδιωτικών νοσηλευτηρίων από την ένταξη τους στο ΓεΣΥ, είναι μόλις μερικά κραυγαλέα παραδείγματα που μου έρχονται πρόχειρα στο μυαλό.
ΣΥΜΦΩΝΩ επίσης ότι υπάρχουν πολλοί άλλοι τομείς, όπως για παράδειγμα ο πολιτισμός, οι τέχνες, η διάσωση και διάδοση της πολιτιστικής μας κληρονομιάς, η έρευνα, η νεανική επιχειρηματικότητα, η προστασία του περιβάλλοντος και πολλοί άλλοι, που είτε δεν επιχορηγούνται καθόλου είτε επιχορηγούνται υποτυπωδώς, και θα έπρεπε να είναι σε προτεραιότητα.
ΔΕΝ ΘΕΩΡΩ όμως ότι αν επιχορηγηθεί η ακτοπλοϊκή σύνδεση με την Ελλάδα, με ένα αυστηρά υπολογισμένο ποσό, αυτό θα συνιστά επιχορήγηση της πλοιοκτήτριας εταιρείας που θα αναλάβει το δρομολόγιο.
ΕΚΕΙΝΟΣ που στην ουσία θα επιχορηγείται θα είναι ο ίδιος ο πολίτης που θα ταξιδεύει με το πλοίο και αυτό το ερμηνεύω περισσότερο, ως μία μορφή απόλυτα θεμιτής και καλοδεχούμενης, κοινωνικής παροχής, από την οποία θα ωφεληθούν κυρίως τα χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα της κοινωνίας αλλά και, όσο και αν μας φαίνεται περίεργο, χιλιάδες συμπολίτες μας, που είτε για λόγους υγείας είτε από φοβία, δεν χρησιμοποιούν σήμερα τα αεροπλάνα, με αποτέλεσμα να παραμένουν «αποκλεισμένοι» σε ένα νησί, όπως είναι η Κύπρος.
Η ΑΚΤΟΠΛΟΪΚΗ σύνδεση και με την Ελλάδα και με κάποια κοντινά νησιά της, αλλά και με άλλες γειτονικές χώρες, δεν μπορεί να εκλαμβάνεται ως πολυτέλεια αλλά ως αναγκαιότητα, για πάρα πολλούς λόγους.
ΚΑΙ ΓΙΑΤΙ δεν νοείται σύγχρονο ευρωπαϊκό κράτος χωρίς υποτυπώδη ακτοπλοϊκή σύνδεση με γειτονικές του περιοχές, και γιατί διασφαλίζει ακόμη μία οδό σύνδεσης με τον έξω κόσμο, και γιατί θα βοηθήσει και στην αύξηση του τουρισμού μας, και γιατί η εξέλιξη αυτή θα λειτουργήσει και ως πίεση για να συγκρατηθούν οι ανεξέλεγκτες τους θερινούς μήνες, μονοπωλιακές τιμές των αεροπορικών εισιτηρίων και για πάρα πολλούς άλλους λόγους…