Όλη αυτή ιστορία με την άρνηση του Aνωτάτου δικαστηρίου να εκδικάσει μια έφεση του υποφαινομένου το 1983 διότι όφειλα πρώτα να αποκαταστήσω το κύρος της δικαιοσύνης, με την οποία ασχολήθηκα χθες, άρχισε από μια βλακεία. Δεν γνωρίζω ποια άλλη λέξη μπορώ να χρησιμοποιήσω όταν το Ανώτατο Δικαστήριο μιας χώρας αρνείται να εκδικάσει μια υπόθεση, αρνείται να απονέμει δικαιοσύνη, με το πρόσχημα ότι ο πολίτης που καταφεύγει ενώπιον της δικαιοσύνης οφείλει να αποκαταστήσει το κύρος της δικαιοσύνης. Μια τέτοια απόφαση δεν μπορεί να στηριχθεί σε καμιά νομική αρχή αλλά και σε οποιαδήποτε κοινή λογική. Επρόκειτο για μια αυθαίρετη και ανόητη απόφαση, γι’ αυτό χρησιμοποιώ τη λέξη βλακεία. Είμαι βέβαιος ότι κι αυτοί που πήραν την απόφαση αντιλαμβάνονται ότι πήραν μια απόφαση, η οποία ακριβώς πλήττει το κύρος της δικαιοσύνης. Και από τη στιγμή που είναι η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου που πλήττει το κύρος της δικαιοσύνης εναπόκειται σε αυτούς που πήραν την απόφαση να προσπαθήσουν να αποκαταστήσουν το κύρος τους. Με ποιον τρόπο δεν γνωρίζω. Με το να αναγνωρίσουν το λάθος τους, έστω και τώρα μετά την πάροδο τόσων χρόνων, ή με μια απολογία προς τον εφεσείοντα;
Διαφορετικά η πρωτοφανής αυτή υπόθεση θα παραμένει ως στίγμα και ως μια νομική αθλιότητα (θάθελα εδώ να χρησιμοποιήσω μια άλλη λέξη) στα δικαστικά χρονικά της Κύπρου. Δεν γνωρίζω αλλά είμαι βέβαιος ότι δεν υπάρχει παρόμοια υπόθεση σε οποιαδήποτε άλλη δημοκρατική χώρα. Το Ανώτατο Δικαστήριο να αρνείται να εκδικάσει μια υπόθεση αξιώνοντας από έναν πολίτη να αποκαταστήσει το τρωθέν, κύρος της δικαιοσύνης. Αυτοί που μπορούν και οφείλουν να αποκαταστήσουν το κύρος της δικαιοσύνης, που έχει πράγματι τρωθεί από αυτή την απόφαση, είναι οι δικαστές του Ανωτάτου, είναι το Ανώτατο ως θεσμός, είναι η λειτουργία της δικαιοσύνης της οποίας το κύρος έχει τρωθεί.