πριν 21 ώρες
Η Αννίτα Δημητρίου στο OMEGANEWS
πριν 23 ώρες
Δείτε απόψε στο OMEGANEWS (24 Απριλίου 2024)
πριν 2 μέρες
Το δόγμα, «Η Κύπρος αποφασίζει και η Ελλάς συμπαρίσταται», αποτελεί για τους Έλληνες πολιτικούς την πυξίδα άσκησης πολιτικής αναφορικά με το κυπριακό. Στην ουσία είναι μια υποκριτική θέση και κυρίως ποντιοπηλατική.
Όλοι θυμούνται το μεγάλο «πάθημα» του Κωνσταντίνου Καραμανλή όταν υπέγραψε τις συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου τον Φεβρουάριο του 1959. Ουσιαστικά το Κυπριακό σημάδεψε την πολιτική του ζωή. Ο Μακάριος, αν και ήταν πλήρως ενήμερος και σύμφωνος, έντεχνα με διάφορους απαράδεκτους τακτικισμούς κατάφερε να περάσει στην συνείδηση των ελληνοκυπρίων ότι οι συμφωνίες επιβλήθηκαν από τον Έλληνα πρωθυπουργό. Χαρακτηριστικό το μεγάλο παράπονο του Καραμανλή ο οποίος έλεγε ότι, «ενώ υπογράψαμε τις ίδιες συμφωνίες ο Μακάριος βγήκε από το Λάνκαστερ Χάους εθνάρχης ενώ εγώ μειοδότης».
Ίσως αυτός να είναι ο λόγος που ο Καραμανλής ο νεότερος, ο Κώστας Καραμανλής, στο Μπούργκενστοκ, κατά την διάσκεψη για το σχέδιο Ανάν, παρέμεινε απαθής θεατής και συμπεριφέρθηκε περισσότερο ως «τουρίστας» παρά ως ο ηγέτης του ελληνισμού.
Ιδιαίτερα μετά την Τουρκική εισβολή το κυπριακό κατάντησε «εφιάλτης» για τους Έλληνες πολιτικούς. Μετά το 1974 επικράτησε η άποψη ότι επειδή η Χούντα ευθυνόταν για την Κυπριακή τραγωδία τότε θα έπρεπε η εκάστοτε ελληνική ηγεσία να συμφωνεί με την αντίστοιχη κυπριακή ανεξάρτητα αν διαφωνούσε και το χειρότερο, ανεξάρτητα αν τα καμώματα και οι τσάπα μαγκιές του κάθε κύπριου πολιτικάντη ζήμιωναν τον ευρύτερο ελληνισμό.
Στην πορεία υπήρξαν περιπτώσεις όπου το δόγμα αντιστράφηκε. Κλασσικό παράδειγμα η εμπλοκή του τότε υπουργού των εξωτερικών της Ελλάδος, Νίκου Κοτζιά, στην Ελβετία το 2017. Στην περίπτωση αυτή ο Νίκος Κοτζιάς «αποφάσισε» και ο πρόεδρος της κυπριακής Δημοκρατίας, αν και στην αρχή διαφωνούσε με τις θέσεις πρόταξης του Έλληνα υπουργού, στο τέλος συμφώνησε με αποτέλεσμα το τραγικό ναυάγιο στο Κραν Μοντανά τον Ιούλιο του 2017. Απόδειξη του ότι οι τοποθετήσεις Κοτζιά, που ονομάστηκε δόγμα Κοτζιά, ήσαν θέσεις πρόταξης ήταν η «ανακήρυξή» του ως «εθνοσωτήρα» από το απορριπτικό μέτωπο της Κύπρου.
Μόνο ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης τόλμησε να θέσει τις σχέσεις Ελλάδας Κύπρου στην ορθή τους διάσταση. «Ούτε το «η Κύπρος αποφασίζει και η Ελλάς συμπαρίσταται» είναι σωστό. Είναι περί όνου σκιάς αυτό το πράγμα. Στην ουσία αποφασίζουμε και οι δυο. Και η Ελλάδα έχει λόγο και η Κύπρος χρειάζεται την Ελλάδα, αλλά εμείς δεν μπορούμε να πάμε αντίθετα προς τη θέληση του κυπριακού λαού. Τίποτε δεν μας χωρίζει, ένας λαός είμαστε. Δεν νοείται να υπάρχουν διαφωνίες μεταξύ Ελλάδας και Κύπρου. Το ότι έγινε θυσία η Κύπρος για να επανέλθει η δημοκρατία στην Ελλάδα, το έφερε η πραγματικότητα. Δεν ήταν ηθελημένη κίνηση από κανένα.», δήλωσε σε συνέντευξή του στο ΡΙΚ τον Απρίλιο του 2014.
Το κυπριακό και οι ελληνοτουρκικές σχέσεις είναι συγκοινωνούντα δοχεία. Ένταση στην Κύπρο σημαίνει ένταση μεταξύ Ελλάδας Τουρκίας. Για αυτό οι σχέσεις Αθηνών Λευκωσίας δεν μπορούν να διέπονται από δόγματα.
Η θέση Μητσοτάκη αποδεικνύεται σοφή από την ίδια την ιστορία. Μόνο όταν υπήρξε αγαστή και ειλικρινής συνεργασία υπήρξαν θετικά αποτελέσματα για την Κύπρο και για τον ελληνισμό. Μαθήματα ως προς το πώς θα πρέπει να συμπεριφέρονται οι εκάστοτε Έλληνες και Ελληνοκύπριοι ηγέτες έδωσαν οι Γλαυκός Κληρίδης και Κώστας Σημίτης. Αν και οι ιδεολογικές τους καταβολές ήσαν διαφορετικές, συνεργάστηκαν με ειλικρίνεια με αποτέλεσμα την μεγαλύτερη νίκη του ελληνισμού στην νεότερη ιστορία που δεν είναι τίποτε άλλο από την ένταξη της Κύπρου στην ενωμένη Ευρώπη. Με την εξέλιξη αυτή η Κύπρος θωρακίστηκε ουσιαστικά χωρίς μεγάλα λόγια, κούφια συνθήματα, φουστανέλες και άλλα κουραφέξαλα και ασυνάρτητες πολίτικές μηδενικού αθροίσματος και πολυμερών συνεργασιών που σήμερα διέπουν την εξωτερική μας πολιτική.
Υπάρχει όμως και η άλλη διάσταση που καθιστά το δόγμα, «Η Κύπρος αποφασίζει και η Ελλάς συμπαρίσταται», γελοιότητα. Πως είναι δυνατόν η εκάστοτε Ελληνική Κυβέρνηση και γενικότερα η Ελληνική πολιτική ηγεσία να μην έχει λόγο σε ένα ζήτημα το οποίο θεωρείται για τον ελληνισμό το ύψιστο εθνικό θέμα; Πως είναι δυνατόν ο ελληνισμός να καθίσταται έρμαιο και όμηρος του κάθε λογής Κύπριου πολιτικού οι πολιτικές του οποίου είναι ενίοτε επικίνδυνες για τον ελληνισμό;
Ο σημερινός πρωθυπουργός, Μητσοτάκης ο νεότερος, έδειξε από την πρώτη στιγμή ότι σέβεται την κυπριακή ηγεσία αλλά δεν είναι δέσμιος των διαφόρων μικροπολιτικών και καπρίτσιων των κυπρίων πολιτικών. Δείγμα γραφής, ο διορισμός του Χρήστου Στυλιανίδη στο καίριο πόστο του Υπουργού Κλιματικής Κρίσης και Πολιτικής Προστασίας. Αν και είναι κοινό μυστικό το ότι οι σχέσεις του προέδρου με τον πρώην ευρωπαίο επίτροπου είναι κακές, προχώρησε στον διορισμό Στυλιανίδη χωρίς να ζητήσει την οποιαδήποτε συγκατάθεση, παρά μόνο, για λόγους δεοντολογίας, ενημέρωσε τον Νίκο Αναστασιάδη για την απόφασή του.
Σε ένα χρόνο ο κυπριακός ελληνισμός θα κληθεί να επιλέξει τον ηγέτη που θα χειριστεί τις τύχες των επόμενων γενεών σε αυτόν τον τόπο. Αν υπάρξει έστω και μια χαραμάδα ελπίδας για λύση του Κυπριακού θα εξαρτηθεί από τον νέο πρόεδρο. Κατ επέκταση όμως θα κριθούν και οι ελληνοτουρκικές σχέσεις. Αν θα έχουμε ένα από τα ίδια, δηλαδή τσάπα μαγκιές, παλινδρομήσεις, εξαρτήσεις και παλινωδίες θα εξαρτηθεί από το ποιος θα είναι ο νικητής των εκλογών.
Σίγουρα ο Έλληνας Πρωθυπουργός δεν μπορεί να αναμειχθεί στις κυπριακές εκλογές. Από την άλλη όμως οι πολιτικές της νέας κυπριακής ηγεσίας θα επηρεάσουν άμεσα και την Ελλάδα. Συνέχιση πολιτικών «ακροβασιών» θα μπορούσαν να εξελιχθούν άκρως επικίνδυνες. Το μεγάλο δίλημμα για τον Έλληνα ηγέτη: Μένει απαθής και περιμένει ποιος θα είναι ο επόμενος κύπριος πολιτικός ο οποίος θα φέρει προ τετελεσμένων τον ελληνισμό ή θα διασφαλίσει ότι δεν θα συνεχίσει να είναι αναγκασμένος να συμπαρίσταται ή και να συμπαρασύρεται σε πολιτικές ασυναρτησίες που αποφασίζει ο κάθε κύπριος πολιτικάντης ικανοποιώντας προσωπικά του ιδιοτελή συμφέροντα και σκοπιμότητες;