πριν 7 ώρες
Η Αννίτα Δημητρίου στο OMEGANEWS
πριν 9 ώρες
Δείτε απόψε στο OMEGANEWS (24 Απριλίου 2024)
πριν 18 ώρες
Ευρωεκλογές: Η υποβολή υποψηφιοτήτων του ΔΗΚΟ –...
πριν 2 μέρες
Της Ελίνας Σταματίου
Πριν δύο χρόνια έτυχε να πέσει στα χέρια μου ένα κείμενο για έναν νεαρό αγωνιστή της ΕΟΚΑ. Ο άνθρωπος αυτός, το όνομα του οποίου ήταν Σπύρος Χατζηγιακουμή, συνελήφθη και ανακρίθηκε από τις βρετανικές αποικιοκρατικές αρχές το 1958 στην Κυθρέα, και πέθανε κατά τη διάρκεια βασανιστηρίων.
Διαβάζοντας την ιστορία του, θυμάμαι ακόμη εκείνο το έντονο συναίσθημα θλίψης που με κυρίευσε, σκεπτόμενη πόσο οδυνηρός, πόσο τρομακτικός αλλά κυρίως πόσο μοναχικός πρέπει να ήταν ο θάνατος αυτού του ανθρώπου. Αυτό με έκανε να θέλω να μάθω περισσότερα, να μπω κατά κάποιο τρόπο για λίγο κι εγώ μέσα σ’ εκείνο το σκοτεινό δωμάτιο που τον ανακρίνανε και να αναζητήσω κάθε κομμάτι της αλήθειας που βίωσε, και που τόσο δόλια οι πρωταγωνιστές της κράτησαν κρυμμένη πίσω από κλειστές πόρτες.
Αυτή ήταν ουσιαστικά η αφετηρία για ένα μακρύ και δύσκολο ταξίδι αναζήτησης για την τύχη και τις συνθήκες θανάτου, όχι μόνο του Σπύρου Χατζηγιακουμή, αλλά και των υπόλοιπων αγωνιστών που την περίοδο του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα της ΕΟΚΑ 55-59 για αποτίναξη του αγγλικού ζυγού στην Κύπρο, είχαν την ίδια τύχη.
Δεκατέσσερα ονόματα, δεκατέσσερα εγκλήματα καλυμμένα με το πέπλο της αποσιώπησης και θαμμένα βαθιά στο διάβα του χρόνου. Όλοι άνδρες με ηλικίες από 17 μέχρι 37 ετών. Κάποιοι οικογενειάρχες και κάποιοι άλλοι όχι. Όλοι όμως με ένα κοινό, την πιστή αφοσίωσή τους στον αγώνα.
Στα δύο χρόνια που χρειάστηκαν για την ολοκλήρωση αυτής της δημοσιογραφικής έρευνας, δεν ήταν λίγες οι φορές που η έλλειψη στοιχείων και μαρτυριών οδηγούσε σε τέλμα. Λογικό αν αναλογιστεί κανείς ότι πρόκειται για γεγονότα που πάνε πίσω έξι δεκαετίες. Ωστόσο το υλικό που μαζεύτηκε ήταν τελικά, ανέλπιστα μεγάλο. Δεκάδες μαρτυρίες εμπλεκομένων καταγεγραμμένες σε περισσότερες από 100 σελίδες, αδημοσίευτο αρχειακό υλικό και φωτογραφίες, είναι μόνο μερικά από τα όσα προέκυψαν από αυτή την προσπάθεια.
Κάθε μια από τις 14 αυτές ιστορίες ήταν ιδιαίτερη και είχε τις δικές της ξεχωριστές δυσκολίες, ωστόσο θα σταθώ σε τρεις: Οι δύο από αυτές ήταν οι μοναδικές για τις οποίες εξασφαλίστηκαν μαρτυρίες από πρώην μέλη του βρετανικού στρατού που υπηρέτησαν την επίμαχη περίοδο στην Κύπρο, ενώ για την τρίτη, μου μίλησε ένας άνθρωπος που είδε το έγκλημα να διαπράττεται μπροστά στα μάτια του, αποκαλύπτοντάς μου λεπτομέρειες που ποτέ μέχρι σήμερα δεν είχε το κουράγιο να ξεστομίσει, ούτε καν στην ίδια του την οικογένεια.
ΑΝΔΡΕΑΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ: Ο άγνωστος νεκρός της μαρτυρίας ενός Βρετανού στρατιώτη
Οι φωνές των κρατουμένων στα κελιά σκέπαζαν τους ήχους του εγκλήματος εκείνης της νύχτας. «Yes sir! Yes sir! Yes sir!» Αν κάποιον τον πρόδιδε η κούραση και έκλεινε για λίγο τα μάτια, ξυπνούσε από τα χτυπήματα των γκλομπς, κι αν αυτό δεν ήταν αρκετό, τότε περνούσε και μερικές ώρες μέσα στο παγωμένο νερό της γούρνας που υπήρχε έξω από το χιονισμένο στρατόπεδο των Πλατρών.
Ήταν ξημερώματα της 19ης Νοεμβρίου του 1956 όταν ο 31χρονος αγωνιστής της ΕΟΚΑ Ανδρέας Παναγιώτου ανακρίθηκε μέχρι θανάτου από τους Βρετανούς.
Ο Ανδρέας Παναγιώτου
Κάπου εκεί στο ίδιο στρατόπεδο ένας 19χρονος Βρετανός στρατιώτης θα μάθει μερικές μέρες αργότερα από τον καλύτερό του φίλο, δεκανέα στο τάγμα που υπηρετούσαν, πως ένας κρατούμενός τους πέθανε από βασανιστήρια. Δεν έμαθε ποτέ το όνομα του ανθρώπου αυτού, αλλά σήμερα στα 82 του χρόνια από την μακρινή Αυστραλία που ζει, και έχοντας τη γενναιότητα που, όπως παραδέχεται, δεν είχε τότε, καταθέτει την μαρτυρία του, αλλά και όλα όσα έζησε τα δύο χρόνια της θητείας του στην Κύπρο.
«Δεν ήμουν αρκετά γενναίος για να μιλήσω…»
Ο Μπράιαν Ρόμπερτσον από το Άμπερντεν της Σκωτίας, 82 ετών και μόνιμος κάτοικος Αυστραλίας σήμερα, ήταν κι αυτός ένας από τους χιλιάδες Βρετανούς που την περίοδο του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα της ΕΟΚΑ ΄55-59 κλήθηκαν να υπηρετήσουν τη στρατιωτική τους θητεία στην Κύπρο.
Ο Μπράιαν Ρόμπερτσον τότε και σήμερα
Ο Ρόμπερτσον εντάχθηκε στις τάξεις του βρετανικού στρατού και συγκεκριμένα του πρώτου Τάγματος των Gordon Highlanders το οποίο μεταφέρθηκε στην Κύπρο το 1955 και παρέμεινε μέχρι και τον Δεκέμβρη του 1956, οπόταν και αποχώρησε.
Η στρατιωτική περιπέτεια του κ. Ρόμπερτσον ξεκίνησε από το στρατόπεδο του Ξερού (Aberdeen Camp) τον Οκτώβριο του 1955 και στο οποίο παρέμεινε μέχρι μέσα Νοεμβρίου του ίδιου χρόνου.
Από εκεί ο λόχος του μεταφέρθηκε στο Pinewood του Τροόδους όταν οι Εγγλέζοι ενέτειναν τις έρευνές τους για εντοπισμό και σύλληψη ανταρτών, ενώ τον Μάιο του 1956 επέστρεψε στον Ξερό.
Αρχές Αυγούστου του 1956 ο ίδιος μαζί με το αρχηγείο του τάγματός του κατέληξαν στο Forest Park των Πλατρών όπου και παρέμειναν μέχρι την ολοκλήρωση της θητείας τους, στις 21 Δεκεμβρίου του 1956.
Το να τον εντοπίσω δεν ήταν μέσα στα σχέδια μου, αφού δεν γνώριζα καν την ύπαρξή του. Αυτό έγινε όταν πια η δημοσιογραφική έρευνα είχε μπει στα βαθιά και οι πληροφορίες που είχαν συγκεντρωθεί ήταν τόσες, που από μόνες τους με οδήγησαν κοντά του.
Ο κ. Ρόμπερτσον στη συνομιλία που είχαμε, μου μίλησε για τα φαντάσματα του παρελθόντος και για τις εμπειρίες που έζησε ως απλός στρατιώτης στην Κύπρο και που κάποιες τον στοιχειώνουν μέχρι σήμερα.
«Μία από τις χειρότερες αποστολές που είχαμε ήταν η διεξαγωγή ερευνών μέσα σε σπίτια χωρικών. Μισούσα αυτή τη διαδικασία και ήξερα ότι ήταν λάθος, αλλά δεν ήμουν αρκετά γενναίος για να μιλήσω. Προσπαθούσα να το αποφεύγω, αλλά όταν δεν μπορούσα, απλά εκτελούσα τα καθήκοντά μου όσο πιο διακριτικά μπορούσα. Άλλοι, όμως στρατιώτες έβλεπαν αυτές τις έρευνες σαν μια καλή ευκαιρία εκδίκησης της ΕΟΚΑ. Γι΄ αυτό και μπαίνοντας στα σπίτια ντόπιων, έσπαζαν ό,τι έβρισκαν μπροστά τους»
Ρωτώντας τον για το θέμα των βασανιστηρίων, ο Μπράιαν Ρόμπερτσον παραδέχθηκε πως τότε δεν γνώριζε τίποτα για όσα συνέβαιναν μέσα στα κρατητήρια, αλλά θυμάται μία περίπτωση που του είχε αποκαλύψει ο καλύτερός του φίλος και δεκανέας του ιατρείου του Τάγματος των Gordon Highlanders, Κέβιν Τέιλορ, ο οποίος πέθανε πριν ένα χρόνο.
«Με τον Κέβιν υπηρετήσαμε μαζί στον Ξερό κατά τους τελευταίους μήνες του 1955 και έπειτα στο Τρόοδος και τις Πλάτρες μαζί με τον λόχο μας (D Company). Κάποια μέρα λοιπόν, δεν θυμάμαι ακριβή ημερομηνία, ο Κέβιν μου είπε πως ο νεαρός γιατρός που είχαμε στο Τάγμα και ο οποίος είχε τον βαθμό του λοχαγού, αρνήθηκε να υπογράψει το πιστοποιητικό θανάτου ενός κρατούμενου αγωνιστή που βρέθηκε νεκρός, γιατί όλη την προηγούμενη νύχτα τον είχαν δεμένο μέσα σε μια δεξαμενή με νερό. Γι αυτό και οι υπεύθυνοι αναγκάστηκαν να φέρουν κάποιον άλλο παλιό στρατιωτικό γιατρό για να υπογράψει το πιστοποιητικό θανάτου. Δεν έμαθα ποτέ ποιο ήταν το όνομα του κρατούμενου που πέθανε στο στρατόπεδό μας»
«Τότε δεν γνώριζα τίποτα, σήμερα όμως είμαι βέβαιος ότι Βρετανοί συμμετείχαν σε βασανιστήρια κατά κρατουμένων. Και όσο μεγαλώνω τόσο πιο σίγουρος είμαι γι΄ αυτό», παραδέχεται.
Σε κόκκινο κύκλο ο Κέβιν Τέιλορ
Στις άκρες, αριστερά Μπράιαν Ρόμπερτσον και δεξιά Κέβιν Τέιλορ έξω από το MIR στο στρατόπεδο Ξερού
Ο άγνωστος νεκρός της μαρτυρίας Ρόμπερτσον
Η συγκλονιστική μαρτυρία του 82χρονου Βρετανού ότι ένας από τους κρατούμενος στο στρατόπεδό τους βρέθηκε νεκρός, με έκανε να ανατρέξω στα αρχεία της εποχής, σε μία προσπάθεια να βρω με ποιον από τους 14 θανατωθέντες από βασανιστήρια, συνδέεται η συγκεκριμένη μαρτυρία.
Ο Μπράιαν Ρόμπερτσον υπηρέτησε στην Κύπρο από τον Οκτώβριο του 1955 μέχρι τέλος Δεκεμβρίου του 1956. Σε εκείνο το διάστημα μέσα στα κολαστήρια των βρετανικών ανακριτηρίων πέθαναν δύο μέλη της ΕΟΚΑ, ο Γεώργιος Νικολάου και ο Ανδρέας Παναγιώτου. Ο πρώτος στις 13 Νοεμβρίου 1956 στο στρατόπεδο του Ξερού και ο δεύτερος έξι μέρες αργότερα στα κρατητήρια των Πλατρών.
Από τις δύο αυτές περιπτώσεις, η μόνη που χωρο-χρονικά ταιριάζει απόλυτα με την μαρτυρία του Βρετανού βετεράνου είναι αυτή του Ανδρέα Παναγιώτου που βρέθηκε νεκρός στο κελί του στις Πλάτρες το πρωί της 19ης Νοεμβρίου 1956, αφού τότε ο Μπράιαν Ρόμπερτσον είχε μεταφερθεί μαζί με το αρχηγείο των Gordon Highlanders στις Πλάτρες, όπου και παρέμειναν μέχρι το τέλος της θητείας τους, στις 26 Δεκεμβρίου του ίδιου χρόνου.
«Μας έβαζαν να φωνάζουμε ‘Yes sir!’ όλη νύχτα. Κοντά στο ξημέρωμα σταματήσαμε… είχαν σκοτώσει τον Ανδρέα»
Το 1956 και συγκεκριμένα στις 8 Νοεμβρίου, ο 31χρονος αγωνιστής Ανδρέας Παναγιώτου από τον Πολύστυπο, συλλαμβάνεται και μεταφέρεται στα κρατητήρια των Πλατρών, μαζί με άλλους είκοσι περίπου άνδρες της περιοχής. Ανάμεσά τους, οι φίλοι και συναγωνιστές του, Ανδρέας Δαμιανού και Κυριάκος Ξενοφώντος. Οι δύο αυτοί άνθρωποι είχαν τοποθετηθεί μαζί με τον Παναγιώτου και άλλα τέσσερα άτομα στο ίδιο δωμάτιο-κελί, και είχαν την ατυχία να ζήσουν τις τελευταίες του στιγμές.
Ο Ανδρέας Δαμιανού, συνταξιούχος ακαδημαϊκός, μιλώντας για πρώτη φορά δημόσια για εκείνες τις εφιαλτικές μέρες που έζησε ως κρατούμενος των Άγγλων, δεν μου έκρυψε πως οι εικόνες των όσων είδε και βίωσε, τον ακολουθούν μέχρι σήμερα.
«Αρχικά μας είχαν βάλει τρεις-τρεις σε κάθε κελί, ουσιαστικά ήταν δωμάτια ενός παλιού ξενοδοχείου της περιοχής που οι Άγγλοι είχαν μετατρέψει σε στρατόπεδο και κέντρο κράτησης»
Για τις ανακρίσεις ο Δαμιανού θυμάται πως αυτές γίνονταν πάντα νύχτα. Τον ίδιο μάλιστα όπως μου αποκάλυψε, τον έβγαζαν γυμνό στο χιόνι, ενώ πολλές φορές τον τοποθετούσαν μέσα σε μια γούρνα με παγωμένο νερό. Το χειρότερο βασανιστήριο όμως ήταν το βράδυ, όταν έπαιρναν κάποιον για ανάκριση.
«Εμάς τους υπόλοιπους μας υποχρέωναν να φωνάζουμε όλη νύχτα ασταμάτητα ‘Yes, sir!’, προφανώς για να καλύπτουμε με τη φωνή μας τα χτυπήματα και τις κραυγές αυτού που βασάνιζαν. Όταν κάποιου έκλειναν τα μάτια από τη νύστα και σταματούσε το ‘Yes, sir’, οι στρατιώτες, τον χτυπούσαν στο κεφάλι με γκλομπς. Ήταν εξουθενωτικό! Να μην αντέχεις, να κλείνουν τα μάτια σου και να πρέπει να φωνάζεις το ίδιο πράγμα συνέχεια μέχρι το ξημέρωμα»
Παρά την πάροδο έξι δεκαετιών ο κ. Δαμιανού θυμάται ακόμη πεντακάθαρα τη νύχτα που είδε για τελευταία φορά τον Ανδρέα Παναγιώτου.
«Τη νύχτα πριν ξεψυχήσει τον έφεραν στο δωμάτιο που ήμουν κι εγω. Ο άνθρωπος που θυμόμουν, που ήταν πάντα χαρούμενος, ευδιάθετος, γελαστός, δεν υπήρχε πια. Είδα έναν άνθρωπο εξαντλημένο, σκυθρωπό, αλλά με το βλέμμα του ακόμη σπινθηροβόλο, όπως το ήξερα. Για κάποιο λόγο όταν τον έβαλαν μαζί μου, με απέφευγε. Εγώ πήγαινα κοντά του τον ρωτούσα αν είναι καλά, αλλά δεν μου μιλούσε, δεν μου έλεγε λέξη. Μόνο όταν τον ρώτησα αν του έδωσαν να φάει κάτι, έγνεψε με το κεφάλι ‘όχι’. Μετά τον ρώτησα αν θέλει να πω να του φέρουν κάτι να φάει και μου ξανά έγνεψε με το κεφάλι ‘ναι’. Δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί ήταν έτσι μαζί μου, τόσο απόμακρος, αμίλητος, σαν να του ήμουν άγνωστος, αργότερα όμως το κατάλαβα… δεν ήθελε οι Άγγλοι να τον συνδέσουν μαζί μου, προσπαθούσε να με προστατέψει»
«Πήγα στον φρουρό και τον παρακάλεσα να φέρει κάτι να φάει γιατί ήταν νηστικός. Ήταν καλό παιδί ο φρουρός και πήγε και έφερε λίγο σταφύλι. Του το έδωσα και άρχισε να τρώει. Χάρηκα που τον έβλεπα να τρώει κάτι. Όμως ενώ δεν είχε προφτάσει να φάει 3-4 ρώγες, μπήκε μέσα στο δωμάτιο ένας Άγγλος τον τράβηξε σηκωτό και τον έβγαλε έξω»
«Δεν θα ξεχάσω ποτέ όταν ήρθαν και τον πήρανε… από την μια στιγμή στην άλλη φωτίστηκε το πρόσωπό του, χαμογέλασε, ξανά είδα για ένα δευτερόλεπτο τον Αντρέα που ήξερα. Μου ψέλλισε κάτι, αλλά δεν κατάλαβα. Εκείνη τη νύχτα μάς έβαλαν πάλι να φωνάζουμε ‘Yes, sir!’ και κάπου στο ξημέρωμα μας άφησαν να σταματήσουμε… Είχαν σκοτώσει τον Αντρέα»
«Μου έδωσαν να πλύνω μια κατσαρόλα γεμάτη με αίμα…»
Ο δεύτερος από τους επτά συνολικά κρατούμενος στο κελί του Παναγιώτου, ο συναγωνιστής του Κυριάκος Ξενοφώντος, στα 90 του σήμερα, μου επιβεβαίωσε στην επικοινωνία που είχαμε, όλα όσα μου είχε πει ο Ανδρέας Δαμιανού για τον Παναγιώτου, ενώ μου περιέγραψε και τη δική του εμπειρία όταν ένα βράδυ τον πήραν για ανάκριση.
«Ήταν η νύχτα της 16ης Νοεμβρίου του 1956. Στο δωμάτιο υπήρχαν επτά ανακριτές, τρεις Βρετανοί και τέσσερις Τ/κ. Για δυόμιση ώρες με χτυπούσαν αλύπητα. Ήθελαν να τους αποκαλύψω μυστικά του αγώνα και να προδώσω για μια επιχείρηση της ΕΟΚΑ στην Κυπερούντα. Μάλιστα όταν με έβαλαν στο δωμάτιο με υποχρέωσαν να φορέσω κουκούλα για να υποδείξω κάποιον, αλλά αμέσως την πέταξα από πάνω μου και τους είπα δεν ξέρω τίποτα. Εκείνη τη στιγμή άρχισε το άγριο ξύλο. Θυμάμαι ο τοίχος του δωματίου ήταν πέτρινος και η πέτρα δεν ήταν λεία. Έπαιρναν το κεφάλι μου και το χτυπούσαν με δύναμη πάνω σε εκείνο τον τοίχο.Ο Θεός ξέρει πώς άντεξα»
«Ο εφιάλτης μας στις Πλάτρες κράτησε 22 μέρες. Του θείου μου του ιερέα που είχε συλληφθεί κι αυτός μαζί μας, έμαθα ότι έβαλαν τα σκυλιά και δάγκωσαν τα γεννητικά του όργανα. Κάποια στιγμή, μάλιστα, μου έδωσαν μια κατσαρόλα να την αδειάσω και να την πλύνω. Μέσα ήταν γεμάτη αίμα… Όταν την είδα σκέφτηκα ότι το αίμα αυτό ίσως να ήταν του θείου μου του παπα-Γιάννη»
Πιστοποίηση θανάτου στις Πλάτρες από γιατρό του BMH!
Σύμφωνα με τα επίσημα έγγραφα της υπόθεσης, όπως αυτά φυλάσσονται στο Κρατικό Αρχείο, ο πρώτος άνθρωπος που εξέτασε το νεκρό σώμα του Ανδρέα Παναγιώτου ήταν ο στρατιωτικός γιατρός Φίλιπ Μπάρκερ.
Η βάση του εν λόγω γιατρού, ήταν 130 χιλιόμετρα μακριά και συγκεκριμένα στο British Military Hospital (BMH) της Λευκωσίας, παρόλα αυτά κλήθηκε να πιστοποιήσει τον θάνατο του Παναγιώτου, γιατί όπως είχε υποστηρίξει τότε στην κατάθεσή του, «έτυχε» να βρίσκεται στις Πλάτρες για υπηρεσία. Το στοιχείο αυτό με έκανε να φέρω ξανά στην μνήμη μου αυτό που μου είχε πει ο Μπράιαν Ρόμπερτσον, για την άρνηση του γιατρού του τάγματός του να υπογράψει ένα πιστοποιητικό θανάτου, κάτι που είχε ως αποτέλεσμα την κλήση άλλου γιατρού πιο πρόθυμου για την άχαρη δουλειά.
Τα αποκαλυπτήρια της ιατροδικαστικής
Από τις Πλάτρες το νεκρό σώμα του νεαρού μεταφέρθηκε στο νεκροτομείο της Λευκωσίας και στις 20 Νοεμβρίου ο πατέρας του, Παναγής Φτελλής, κλήθηκε για αναγνώριση.
Ακολούθησε η νενομισμένη νεκροτομή από τον γιατρό Κλέρκιν και στην έκθεση που συντάχθηκε, αναφερόταν μεταξύ άλλων πως εντοπίστηκαν μώλωπες σε γόνατα, πατούσες, δάχτυλα δεξιού ποδιού, αγκώνες, χέρια, στο πίσω μέρος της λεκάνης, στο άνω χείλος, αλλά και στην μύτη. Τραύματα υπήρχαν και στο εσωτερικό του στόματος, ενώ το πρόσωπο και ο λαιμός του ήταν μαυρισμένα και πρησμένα. Δεξιά και αριστερά στο κάτω μέρος της κοιλιάς υπήρχαν σημάδια αποσύνθεσης. Στην κοιλιά, στο περιτόναιο και το μεσεντέριο, υπήρχε εκτεταμένη αιμορραγία.
Στην ετυμηγορία του ο θανατικός ανακριτής καθόρισε πως ο Παναγιώτου πέθανε από ενδοκρανιακή αιμορραγία και καρδιo-αναπνευστική ανακοπή. Σημείωνε επίσης πως δεν υπήρχαν επαρκείς αποδείξεις για το πώς προκλήθηκαν αυτά τα τραύματα, αλλά είναι ξεκάθαρο πως προκλήθηκαν κατά την αποτυχημένη απόπειρά του να δραπετεύσει.
Αυτό άλλωστε ισχυρίστηκαν και οι Βρετανοί που κλήθηκαν να δώσουν κατάθεση μετά τον θάνατο του 31χρονου, ανάμεσα στους οποίους και δύο γνωστοί ανακριτές, Τζακ Μπάρλοου και Λάιονελ Σέιβορι, μέλη και οι δύο της βρετανικής μυστικής υπηρεσίας πληροφοριών.
Σέιβορι αριστερά και Μπάρλοου δεξιά
ΝΙΚΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ: “Oh I am the God!”
Εδώ, σ’ αυτούς τους σκοτεινούς τάφους δεν έφτανε ποτέ ούτε ήλιος, ούτε φεγγάρι. Ο μόνος που μπορούσε να τρυπώσει μέσα από τους παγωμένους τοίχους και το υγρό τσιμεντένιο δάπεδο ήταν ο Θεός.
Αχνή ανθρώπινη παρουσία στα κελιά, τα γυμνά και κουλουριασμένα σώματα κρατούμενων αγωνιστών, πεταμένων κατά γης και πληγωμένων από τα χτυπήματα των δυναστών τους.
Ό,τι αντηχούσε ανάμεσα σ΄αυτούς τους τοίχους ήταν μόνο κραυγές πόνου και προσευχές, και κάπου κάπου δύο κουβέντες παρηγοριάς ανάμεσά τους, που τους έδιναν δύναμη μέχρι την επόμενη φορά που θα έρχονταν αντιμέτωποι με τον θάνατο.
Για φαγητό μια πεταμένη ρέγγα κάθε πρωί και για νερό ούρα με το κουτάλι που τους τα έδιναν μέσα από μια μικρή τρύπα του κελιού τους.
Αυτή ήταν η πραγματικότητα ενός ακόμη κέντρου κράτησης των Πλατρών, όπου τον Ιανουάριο του 1957 –τρεις μόλις μήνες μετά τον θάνατο του Παναγιώτου- ακόμη ένας αγωνιστής της ΕΟΚΑ, ο 37χρονος Νίκος Γεωργίου από το Παλαιχώρι, θα αφήσει την τελευταία του πνοή, διαλυμένος από ανηλεή βασανιστήρια.
Ο Νίκος Γεωργίου
Στον ίδιο χώρο, ένας συναγωνιστής του, ο 19χρονος τότε Μιχαλάκης Μουστάκας, μέσα από την μικρή τρύπα του κελιού του θα δει τον Γεωργίου να πεθαίνει μπροστά στα μάτια του, θα ακούσει την προσπάθειά του να ανασάνει και θα γίνει μάρτυρας των βασανιστικών τελευταίων του στιγμών.
Ο 80χρονος σήμερα βετεράνος που διαμένει στην Λεμεσό, δεν είχε ποτέ τη δύναμη να μιλήσει για τα όσα έζησε τις 30 μέρες που παρέμεινε κρατούμενος στις Πλάτρες, ούτε καν στα ίδια του τα παιδιά. Στη συνέντευξη που μου έδωσε, έσπασε για πρώτη φορά τη σιωπή του και περιέγραψε με κάθε λεπτομέρεια όλα εκείνα που εδώ και 62 χρόνια στοιχειώνουν τα βράδια του και ζωντανεύουν εφιαλτικά κάθε φορά που πάει να κλείσει τα μάτια.
«Ήταν αδίστακτοι… τον άφησαν πάνω στο τσιμέντο να πεθάνει»
Στις Πλάτρες εκείνη την περίοδο είχαν οδηγηθεί αρκετοί αντάρτες της περιοχής, μέσω κρίσιμων πληροφοριών από “πρόθυμους” πληροφοριοδότες, αλλά και μέσω της στρατιωτικής επιχείρησης BLACK MAC που οι Άγγλοι διεξήγαγαν στην ευρύτερη περιοχή Τροόδους.
Ο Μουστάκας, όπως μου είπε, γνώρισε για πρώτη φορά τον Γεωργίου στις Πλάτρες, μιας και το κελί του υπ’ αριθμόν 1 ήταν ακριβώς απέναντι από το δικό του, κι έτσι οι δυο τους είχαν την ευκαιρία μέσα από μια μικρή τρύπα από την οποία οι Εγγλέζοι τους έδιναν νερό, να επικοινωνούν, τις ώρες τουλάχιστον που σταματούσαν οι ανακρίσεις.
«Τα βασανιστήρια που μάς έκαναν όσο ήμουν στις Πλάτρες για 30 μέρες ήταν απίστευτα. Μας είχαν Γενάρη μήνα με ένα μέτρο χιόνι απ’ έξω, γυμνούς μέσα στο κελί, χωρίς στρώμα και τσιμεντένιο δάπεδο. Το πρωί έρχονταν και μάς έριχναν ένα κουβά παγωμένο νερό. Μάς έδιναν από την τρύπα νερό με το κουτάλι και πολλές φορές αντί για νερό μάς έδιναν να πιούμε ούρα. Για πρωινό μάς πέταγαν να φάμε μια ρέγγα και σκίζονταν τα χείλη μας από το αλάτι και τη δίψα»
Τα βασανιστήρια των Βρετανών όμως, δεν σταματούσαν εδώ, αφού όπως μου αποκάλυψε, κάθε μέρα πήγαιναν στα κελιά τους ανακριτές και στρατιώτες και τους χτυπούσαν ανηλεώς.
«Μας έριχναν κλωτσιές, γροθιές, μας έδεναν πάνω σε ένα σιδερένιο κρεβάτι χωρίς στρώμα, και μάς πατούσαν από πάνω. Μάς τραβούσαν από τα γεννητικά όργανα. Ήταν μια κόλαση, ούτε ήλιο βλέπαμε, ούτε φεγγάρι, μόνο ο Θεός ήταν μαζί μας εκεί μέσα»
Από την μικρή τρύπα του κελιού του, ο Μουστάκας μπορούσε και έβλεπε πολλά απ’ όσα έκαναν οι ανακριτές στον Γεωργίου κάθε φορά που έμπαιναν στο κελί του και του ζητούσαν πληροφορίες για την ΕΟΚΑ.
«Θυμάμαι που του έβαζαν το κεφάλι μέσα στον κουβά με το νερό να τον πνίξουν, τον χτυπούσαν βάναυσα, τον έπιαναν απ’ το λαιμό. Του ζητούσαν πληροφορίες για τον Λένα, τον Αυξεντίου και για ένα όπλο Μπρέν. Εκείνος όμως σε ό,τι τον ρωτούσαν έδινε πάντα την ίδια απάντηση: ‘Ξέρω, αλλά δεν σας λέω!’. Ήταν ένας λέβέντης, ένας πραγματικός ήρωας»
«Μια μέρα είχαν έρθει στο κελί μου στρατιώτες –κοκκινοσκούφηδες- και άρχισαν να με κτυπούν. Μου ζητούσαν πληροφορίες για τον Τομεάρχη μας στην Λεμεσό και εγώ τους έλεγα ‘δεν ξέρω’. Από τις γροθιές και τις κλωτσιές κοβόταν η αναπνοή μου, και θυμάμαι σε κάποια στιγμή όπως ήμουν πεσμένος κάτω από τον πόνο, είπα στα αγγλικά ‘Oh my God’ κι ο Εγγλέζος που ήταν από πάνω μου και με χτυπούσε μου είπε ‘Oh I am the God!’. Ήταν αδίστακτοι!»
Ρωτώντας τον για την μέρα που πέθανε ο Γεωργίου, αμέσως ένιωσα τη φωνή του να αλλάζει και τις λέξεις να βγαίνουν πιο δύσκολα απ’ το στόμα του.
«Θυμάμαι την μέρα που τον σκότωσαν. Ήταν ένα πρωινό, είχαν έρθει Εγγλέζοι στρατιώτες και Τ/κ μεθυσμένοι στα κελιά μας και άρχισαν να μας χτυπούν. Σε κάποια στιγμή άκουσα τον Νίκο που τους φώναξε ‘Θα με σκοτώσετε!’ και μετά από 10 λεπτά είδα που τον έσυραν έξω από το κελί και τον πέταξαν πάνω στο τσιμέντο. Από την μικρή τρύπα του κελιού μου τον είδα που ήταν πεσμένος 3-4 μέτρα μακριά σε ένα υπερυψωμένο σημείο και από το στόμα του έβγαζε αφρούς και μούγκριζε, όπως όταν σφάζουν ένα ζώο.Τότε άρχισα να του φωνάζω ‘Νίκο, Νίκο, Νίκο’ αλλά δεν μου απαντούσε. Μούγκριζε σαν λιοντάρι, σαν άγριο θηρίο, και σε κάποια στιγμή σταμάτησε. Τον άφησαν πάνω στο τσιμέντο να πεθάνει. Αργότερα τον σήκωσαν και τον πήρανε. Μέχρι σήμερα ακούω στα αυτιά μου το μουγκρητό του και τις νύχτες όταν πέφτω να κοιμηθώ βλέπω στον ύπνο μου εκείνες τις εικόνες και πετάγομαι πάνω. Πονάει η ψυχή μου όταν τα θυμάμαι, δεν περνά μέρα που να μην τα θυμηθώ και με πιάνουν τα κλάμματα»
Ο ακαθόριστος «εξωγενής» παράγοντας
Σύμφωνα με τον φάκελο της υπόθεσης ο Γεωργίου μεταφέρθηκε στις 21.45 το βράδυ της 23ης Ιανουαρίου 1957 στο Νοσοκομείο Ακρωτηρίου σε κωματώδη κατάσταση. Εκεί ο Βρετανός γιατρός Χάρνους που τον εξέτασε, διαπίστωσε μώλωπες γύρω από το αριστερό μάτι, βαριά αναπνοή, μη αντίδραση των ματιών του στο φως και ενδοκρανιακή αιμορραγία στη δεξιά πλευρά του κεφαλιού. Αμέσως διέταξε τη διενέργεια χειρουργικής επέμβασης, κατά την οποία εντοπίστηκε μεγάλο αιμάτωμα που καθαρίστηκε προκειμένου να αποσυμπιεστεί ο εγκέφαλος. Την επόμενη μέρα η κατάσταση του Γεωργίου δεν είχε βελτιωθεί καθόλου, και επειδή, όπως εξηγούσε ο γιατρός του Ακρωτηρίου στην αναφορά του, η αναπνοή του είχε επιδεινωθεί, πραγματοποιήθηκε βρογχοσκόπηση κατά την οποία εντοπίστηκε και αφαιρέθηκε πυώδες υγρό. Παρά και τη δεύτερη επέμβαση, η υγεία του Γεωργίου χειροτέρευσε και στις 12 το μεσημέρι της 25ης Ιανουαρίου απεβίωσε. Ως αιτία θανάτου ο γιατρός Χάρις, που έκανε τις δύο εγχειρήσεις, σημείωνε την εγκεφαλική πίεση ως αποτέλεσμα της ενδοκρανιακής αιμορραγίας.
Στο πλαίσιο της θανατικής ανάκρισης που διενεργήθηκε λήφθηκαν έξι καταθέσεις, όλες από Βρετανούς στρατιώτες που υπηρετούσαν στις Πλάτρες και από μέλη των δυνάμεων ασφαλείας που είχαν λάβει μέρος στην επιχείρηση «BLACK MAC”.
Στο πόρισμά του ο θανατικός ανακριτής Μόργκαν, χωρίς να διαφοροποιείται από αντίστοιχα πορίσματα συναδέλφων του σε παρόμοιες περιπτώσεις, συμπέρανε πως ο Νίκος Γεωργίου πέθανε από ενδοκρανιακή αιμορραγία και πυώδη βρογχίτιδα που προκλήθηκαν από κάποιον εξωγενή παράγοντα, τον οποίο όμως «δεν μπορούσε» με βάση τα υπάρχοντα στοιχεία να καθορίσει.
ΣΠΥΡΟΣ ΧΑΤΖΗΓΙΑΚΟΥΜΗ: Ο αχυρώνας της φρίκης και το άγνωστο αρχείο ενός Ταγματάρχη
Ένα έγκλημα οι λεπτομέρειες του οποίου παρέμειναν θαμμένες για περισσότερα από 60 χρόνια. Θύμα του ο νεαρός βοσκός από την Κυθρέα, Σπύρος Χατζηγιακουμή, που μαζί με αρκετούς συγχωριανούς του, τον Οκτώβρη του 1958, βρέθηκαν κρατούμενοι των αποικιοκρατικών αρχών μέσα σ’ έναν παλιό αχυρώνα, στους λόφους του χωριού του.
Ο Σπύρος Χατζηγιακουμή
Σε μια αποθήκη του συγκεκριμένου χώρου, που οι Βρετανοί είχαν μετατρέψει σε κέντρο κράτησης, ο 27χρονος αγωνιστής της ΕΟΚΑ ξεψύχησε, αρνούμενος πεισματικά να δώσει κρίσιμες πληροφορίες για την οργάνωση και τον αγώνα.
Στην αποκάλυψη των σκοτεινών πτυχών της υπόθεσης Χατζηγιακουμή, καθοριστικό ρόλο έπαιξαν δύο Βρετανοί: ο 82χρονος σήμερα Τζέιμι Έικιν και ο Ταγματάρχης και προσωπικός του φίλος, Μάικλ Στιούρτον, μέλη και οι δύο του 2ου Τάγματος των Grenadier Guards στην Κύπρο το 1958.
Σήμερα εν ζωή βρίσκεται μόνο ο Τζέιμι Έικιν. Ο Ταγματάρχης Στιούρτον δυστυχώς απεβίωσε πριν 18 χρόνια, αλλά φρόντισε να κρατήσει ζωντανή την μαρτυρία του, μέσα από το προσωπικό του αρχείο, το οποίο πολύ πρόθυμα μου παραχώρησε ο γιός του, Χάρι.
Από αριστερά προς τα δεξιά Τζέιμι Έικιν και Μάικλ Στιούρτον κατά τη θητεία τους στην Κύπρο
Η νύχτα του μαρτυρίου
Το βράδυ της 16ης Οκτωβρίου 1958, ο 27χρονος βοσκός μεταφέρεται για ανάκριση από τον αχυρώνα όπου κρατείτο, σε μια χαρουπαποθήκη λίγα μέτρα πιο μακριά.
Στον ίδιο χώρο εκείνη τη νύχτα, χρέη φρουρού εκτελεί ο 19χρονος τότε Έικιν ο οποίος για ώρες ακούει τις κραυγές του μαρτυρίου του, χωρίς να γνωρίζει ούτε ποιος είναι, ούτε γιατί ανακρίνεται. Μαζί με τον Έικιν, ακόμη ένας συνάδελφός του στρατιώτης γίνεται μάρτυρας των εγκλημάτων που διαπράττονται μέσα στην παλιά χαρουπαποθήκη.
Kάποια στιγμή οι ανατριχιαστικοί ήχοι του πόνου, δίνουν τη θέση τους σε μία παγωμένη νεκρική σιγή. Ο νεαρός Κυθρεώτης έχει πεθάνει στα χέρια των ανακριτών του, αλλά αυτό ο Τζέιμι Έικιν θα το μάθει το επόμενο πρωί και μάλιστα από το στόμα ενός απ’ αυτούς.
«Ο άνδρας αυτός -ένα ρεμάλι ουσιαστικά- ήταν ή Τ/κ ή Ε/κ, αλλά σίγουρα είχε άμεση σχέση με το κέντρο ανακρίσεων. Ήρθε και μου είπε πως την προηγούμενη νύχτα κάποιος πέθανε πάνω στα βασανιστήρια, και πως θα πουν ότι πέθανε προσπαθώντας να αποδράσει»
«Μόλις έμαθα τι έχει συμβεί, ειδοποίησα με τον ασύρματο τον Μάικλ. Όταν ήρθε του αποκάλυψα όλα όσα ακούσαμε και όσα ένας από τους στρατιώτες είχε δει κατά τη διάρκεια της νύχτας»
Ο Μάικλ Στιούρτον έχοντας απόλυτη εμπιστοσύνη στον Έικιν, αποφασίζει να πάρει το θέμα στα ψηλά δώματα της διοίκησης, παρακάμπτοντας τον στρατό, γιατί όπως λέει και σε προσωπικές του επιστολές, φοβόταν πως από τον στρατό θα γινόταν συγκάλυψη.
Θέλοντας η υπόθεση να φτάσει στα αυτιά του ίδιου του Κυβερνήτη, Χιού Φούτ, πηγαίνει στον ιδιαίτερο γραμματέα του, Ρομπ Μπράουνινγκ , τον οποίο γνώριζε προσωπικά, και καταγγέλλει το γεγονός. Μαζί με τον Μπράουνινγκ ετοιμάζουν μία επίσημη επιστολή καταγγελίας.
Ο Τζέιμι Έικιν, που δεν έπαψε ποτέ να καταθέτει την ιστορική αλήθεια των όσων φρικτών έζησε, μέχρι σήμερα εξυμνεί το θάρρος του καλού του φίλου Μάικλ, ο οποίος υπερασπιζόμενος τον προσωπικό του κώδικα ηθικής, δεν δίστασε να τα βάλει με το ίδιο του το στράτευμα.
Το άγνωστο αρχείο του Ταγματάρχη Στιούρτον
Ο Μάικλ Στιούρτον φρόντισε οτιδήποτε σχετικό με το περιστατικό της Κυθρέας να το φυλάξει σε ένα αρχείο, το οποίο μετά τον θάνατό του, το 2001 πέρασε στα χέρια του γιού του Χάρι. Με την μεσολάβηση του κ. Έικιν κατάφερα να έρθω σε επαφή με τον γιό του Ταγματάρχη ο οποίος για χάρη της δημοσιογραφικής έρευνας, δέχθηκε να με βοηθήσει παραχωρώντας μου ένα πλήρες αντίγραφο του αρχείου του πατέρα του.
Ανάμεσα στα διάφορα έγγραφα που ήρθαν στα χέρια μου, ήταν κι η επίμαχη επιστολή Στιούρτον προς τον Κυβερνήτη, με ημερομηνία 18/10/1958 στην οποία έκανε αναφορά για όλα όσα είχαν συμβεί το βράδυ της 16ης Οκτωβρίου στην Κυθρέα.
Συγκεκριμένα, ο Ταγματάρχης ανέφερε πως ένας από τους στρατιώτες που εκτελούσαν χρέη φρουρού, είχε δει εκείνη τη νύχτα «να κρατάνε το κεφάλι του κρατουμένου και να τον χτυπάνε επανειλημμένα στο λαιμό, ενώ τον χτυπούσαν και στην κοιλιά, αλλά και στο πίσω μέρος των γονάτων με μπλοκς πάγου, και είδε να τοποθετούν κομμάτια υφάσματος πάνω στο πρόσωπο του κρατουμένου και να ρίχνουν από πάνω νερό».
Η επιστολή Στιούρτον έφτασε στα χέρια του Κυβερνήτη, ο οποίος όταν ενημερώθηκε, έδωσε εξοργισμένος εντολή να τον συνοδεύσουν στο σημείο. Ωστόσο η πληροφορία για την επικείμενη έφοδό του, δεν έμεινε κρυφή, κι έτσι όταν έφτασε για επιθεώρηση στον παλιό αχυρώνα το μόνο που βρήκε ήταν κρατούμενοι, στοιβαγμένοι σαν σαρδέλες, αλλά τίποτα ενδεικτικό του εγκλήματος που είχε διαπραχθεί.
Στο αρχείο του ο Ταγματάρχης συμπεριέλαβε μεταξύ άλλων και την αλληλογραφία που είχε τη δεκαετία του ‘90, με τον πρώην στρατιωτικό και συγγραφέα Όλιβερ Λίντσεϊ στο πλαίσιο της προετοιμασίας από τον δεύτερο ενός βιβλίου με τίτλο «Regimental History». Το βιβλίο πράγματι εκδόθηκε το 1996, αλλά με καμία αναφορά στα γεγονότα της Κυθρέας, αφού το κομμάτι αυτό λογοκρίθηκε απο το βρετανικό Υπουργείο Άμυνας, και αποκόπηκε από το τελικό περιεχόμενο.
Σε ένα μάλιστα από τα γράμματα προς τον Λίντσεϊ, ο Στιούρτον χαρακτήριζε το μέρος στο οποίο ξεψύχησε ο Χατζηγιακουμή, ως «τόπο εγκλήματος».
Ανάμεσα σ΄άλλα ο Ταγματάρχης έγραφε στον Λίντσεϊ ότι οι ανακριτές έπρεπε να βρουν ένα τρόπο να αποσιωπήσουν το γεγονός του θανάτου κρατουμένου από βασανιστήρια. Η κατάσταση αυτή για τους εμπλεκόμενους, σχολίαζε ο Στιούρτον, δεν πρέπει να ήταν πρωτόγνωρη, αφού πιθανό να είχαν ξανά βρεθεί σ΄αυτή τη θέση, αν όχι στην Κύπρο, στην Κένυα, στην Μαλάγια κτλ. Ωστόσο, όπως τόνιζε ο Ταγματάρχης, αυτή τη φορά υπήρχε μια σημαντική διαφορά: ότι ένας δικός τους αποκάλυψε τι γινόταν, και γι΄ αυτούς κάτι τέτοιο ήταν μειονέκτημα.
Το 1993 σε μία άλλη επιστολή του στον Όλιβερ Λίντσεϊ, ο Στιούρτον σημείωνε πως ό,τι ακολούθησε του περιστατικού, ήταν μια μεγάλη συγκάλυψη, και φέρνει ως παράδειγμα έναν Ταγματάρχη που βρισκόταν στην Κύπρο εκείνη την περίοδο, τον Πατ Μπρίττεν, ο οποίος αμέσως μετά την καταγγελία των όσων έγιναν στην Κυθρέα, διέταξε τους άντρες του σε “επίσημη σιγή”, απαγορεύοντάς τους ουσιαστικά οποιαδήποτε αναφορά στο συγκεκριμένο συμβάν.
Ο Λίντσεϊ από την άλλη σε δείγμα του κεφαλαίου που είχε ετοιμάσει για την Κυθρέα σχολίαζε ανάμεσα σ’ άλλα πως:
«Εάν ο Ταγματάρχης Στιούρτον δεν δρούσε τότε όπως έδρασε, και άλλοι, σαν τον Χατζηγιακουμή, θα είχαν πεθάνει»
Πάντως, παρά τις αντιδράσεις εντός του στρατεύματος που βίωσε τότε ο Βρετανός Ταγματάρχης, υπήρξε και η αντίθετη άποψη, όπως εκείνη στο γράμμα του πρώην Υπασπιστή Hew Hamilton-Dalrymple, που παραδεχόταν στον Στιούρτον, πως σωστά έπραξε να καταγγείλει το γεγονός αυτής της “άθλιας συμπεριφοράς των πολιτειακών αρχών” και πως αυτό είναι κάτι που “θα πρέπει να καταγραφεί στη βρετανική στρατιωτική ιστορία”.
Στο ίδιο μήκος κύματος και το γράμμα του Συνταγματάρχη Φάνσαγουι το 1979, στο οποίο παραδεχόταν πως ο Στιούρτον είχε δίκιο τότε για την περίπτωση της Κυθρέας, και ότι με την πράξη του, έδωσε σε όλους τους ένα καλό μάθημα για τη ζωή που θα πρέπει πάντα να καθοδηγείται από “αρχές”.
«Κάποια στιγμή τον άκουσα που φώναξε… ‘Παναγία μου!’. Ήταν τα τελευταία λόγια που άκουσα από το στόμα του»
Μαζί με τον νεαρό Κυθρεώτη στον παλιό αρχυρώνα εκείνες τις μέρες, είχαν οδηγηθεί και αρκετοί συγχωριανοί του.
Ο αχυρώνας όπου ξεψύχησε ο Χατζηγιακουμή όπως είναι σήμερα
Ένας από αυτούς, ο Σάββας Κούνου, 80 ετών σήμερα, μου μίλησε για όλα όσα έζησε εκείνες τις μέρες στους λόφους της Κυθρέας.
«Μας έπαιρναν μέσα στην αποθήκη για ανάκριση έναν έναν. Μας βασάνιζαν και μετά ξανά τα ίδια. Εμένα μου τρύπησαν την πατούσα του ποδιού μου με την ξιφολόγχη. Σε κάποια φάση έβαλαν τα χέρια μου πάνω στο τραπέζι και ένας από τους βασανιστές με ρώτησε: ‘Με αυτό το δάχτυλο τραβάς τη σκανδάλη;’ και τότε ο άλλος το χτύπησε με ένα ρόπαλο και το έσπασε. Έκανε το ίδιο και με το διπλανό δάχτυλο, ρωτώντας αν με αυτό τραβώ την περόνη της χειροβομβίδας. Μου έσπασαν δύο δάχτυλα και μου ξερίζωσαν ένα νύχι»
«Στα πόδια, όταν μας χτυπούσαν με τα ρόπαλα, αμέσως μετά τα έβαζαν μέσα σε ένα κουβά με πάγο για να μην μείνουν σημάδια. Κάποια στιγμή, θυμάμαι, μου έβαλαν ένα σιδερένιο κουβά στο κεφάλι και χτυπούσαν από πάνω. Ακόμη έχω πρόβλημα με την ακοή μου»
Ένα από τα χειρότερα βασανιστήρια, πάντως, όπως μου περιέγραψε ο κ. Κούνου, ήταν εκείνο που του έβαλαν μια κουκούλα με φούσκα πετρελαίου μέσα. Στη συνέχεια τοποθέτησαν ένα σακί με άμμο στην κοιλιά και χτυπούσαν πάνω με ξύλα.
«Όταν φώναζες από τον πόνο, ρουφούσες από την κουκούλα πετρέλαιο»
Για τον Σπύρο Χατζηγιακουμή ο κ. Κούννου θυμόταν καθάρα τη νύχτα που τον πήραν για ανάκριση.
«Κάποια στιγμή τον άκουσα που φώναξε… ‘Παναγία μου!’. Ήταν τα τελευταία λόγια που άκουσα από το στόμα του. Μετά ούτε τον ξανά ακούσαμε, ούτε τον ξανά είδαμε ποτέ. Μάθαμε την επόμενη μέρα ότι ήταν νεκρός»
Η «απόπειρα δραπέτευσης» και ένας αφύσικος θάνατος
Από τις αποικιοκρατικές αρχές, η απόπειρα δραπέτευσης που πήγε λάθος, ήταν μία δικαιολογία που χρησιμοποιήθηκε εκτός από την περίπτωση Χατζηγιακουμή, και σε άλλες παρόμοιες περιπτώσεις πριν απ’ αυτόν, όπως εκείνες του Νικόλαου Γιάγκου και του Χαράλαμπου Φιλιππίδη, των οποίων μάλιστα οι σοροί δεν βρέθηκαν ποτέ και παραμένουν μέχρι σήμερα αγνοούμενοι.
Για τον νεαρό βοσκό πάντως, το πόρισμα του θανατικού ανακριτή, δεν απέδιδε ευθύνες σε κανένα, παρά μόνο σημείωνε ότι η περίπτωσή του είχε να κάνει με έναν αφύσικο θάνατο.
Η προσπάθεια της οικογένειας να ανοίξει και πάλι την υπόθεση ένα χρόνο αργότερα, έπεσε στο κενό, παρά το γεγονός ότι ο δικηγόρος τους, Μιχαλάκης Τριανταφυλλίδης, επικαλείτο την ύπαρξη δύο μαρτύρων πρόθυμων να καταθέσουν για το τι πραγματικά συνέβη στον Χατζηγιακουμή το βράδυ της 16ης Οκτωβρίου.
Κατά τη διάρκεια της πορείας αναζήτησης των λεπτομερειών για τις συνθήκες θανάτου των 14 θυμάτων βασανιστηρίων την περίοδο 55-59 στην Κύπρο, έτυχε κάποιοι να με ρωτήσουν, ποιο το νόημα όλων αυτών μετά από τόσα χρόνια. Την καλύτερη απάντηση στο ερώτημα αυτό μου την έδωσε κάποια στιγμή η κόρη ενός εκ των 14, του Παναγιώτη Χρυσοστόμου από την Αμμόχωστο, η 70χρονη σήμερα Μαρία Γεωργίου, γράφοντάς μου συγκεκριμένα:
«Επιτέλους μου δόθηκε η ευκαιρία που τόσα χρόνια βασανίζει το μυαλό μου… να μάθω ακριβώς τον τρόπο που πέθανε ο πατέρας μου, όσο μεγάλος κι αν είναι ο πόνος, κι αυτό το οφείλω σε σας. Και πάλι σας ευχαριστώ, ο θεός να σας έχει καλά!»